καραβόγατος

καραβόγατος
ο
1. ο γάτος τού καραβιού
2. ναυτικός που σπάνια εγκαταλείπει το καράβι
3. ικανός ναυτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + -γατος (< γάτα), πρβλ. μπακαλό-γατος, σπιτό-γατος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καραβόγατος — ο ο γάτος του καραβιού ή ο ναυτικός που σπάνια εγκαταλείπει το καράβι: Τον λένε καραβόγατο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καράβι — Ονομασία διαφόρων μικρών νησιών της Ελλάδας. 1. Νησί της συστάδας των Οθωνών. 2. Νησί που βρίσκεται 3 χλμ. Ν του ακρωτηρίου Κεφάλι της Κέρκυρας. Από μακριά μοιάζει με καράβι που τραβά τη βάρκα του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • καραβόσκυλος — ο και καραβόσκυλο, το 1. ο σκύλος τού καραβιού που παραμένει διαρκώς μέσα στο πλοίο για να τό φυλάγει 2. άγριος και μεγαλόσωμος σκύλος 3. (για πρόσ.) άγριος, ακοινώνητος, αγριάνθρωπος 4. (για ναυτικούς) αυτός που σπάνια βγαίνει από το πλοίο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”